- παραληρώ
- (ε) αμετ. прям. , перен. бредить
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
παραληρώ — βλ. πίν. 73 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
παραληρώ — έω, ΝΑ λέω ανοησίες ή ασυναρτησίες, φλυαρώ χωρίς νόημα, παραμιλώ, παραλαλώ νεοελλ. 1. ιατρ. έχω παραλήρημα, πάσχω από παραλήρημα 2. μτφ. κυριεύομαι από φρενίτιδα ενθουσιασμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ληρῶ «μιλώ ανόητα, παραμιλώ»] … Dictionary of Greek
παραληρώ — παραλήρησα, μιλώ ακατάσχετα, φλυαρώ, λέω ανοησίες, παραμιλώ: Όλη τη μέρα παραληρούσε μέσα στη ζάλη του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παραληρῶ — παραληρέω talk nonsense pres subj act 1st sg (attic epic doric) παραληρέω talk nonsense pres ind act 1st sg (attic epic doric) παραληρέω talk nonsense pres subj act 1st sg (attic epic doric) παραληρέω talk nonsense pres ind act 1st sg (attic epic … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραλήρημα — (Ιατρ.). Κατάσταση κατά την οποία ένας ψυχικά ασθενής αναπτύσσει ιδέες που βρίσκονται σε αντίθεση με την πραγματικότητα, ύστερα από ένα αρχικό λάθος στην αντίληψη των πραγμάτων ή στην κρίση επί των γεγονότων. Η διατήρηση των παραληρητικών σκέψεων … Dictionary of Greek
έκτοσθε — ἔκτοσθε και ἔκτοσθεν (Α) επίρρ. 1. από τα έξω, έξω από κάτι 2. (απολ.) απέξω 3. «ἔκτοσθεν γενέσθαι» παραληρώ (Ιπποκρ.) … Dictionary of Greek
αγγελοκρούω — Ι. ενεργ. 1. (για τον χάρο) είμαι έτοιμος να αφαιρέσω την ψυχή κάποιου 2. εκφοβίζω, τρομάζω 3. εξολοθρεύω, καταστρέφω II. παθ. 1. πεθαίνω ξαφνικά, βρίσκω αιφνίδιο θάνατο 2. πνέω τα λοίσθια, ψυχορραγώ, παραληρώ 3. τρομάζω, μένω άναυδος από τρόμο.… … Dictionary of Greek
αλληλογώ — (και άω) 1. αλλολογάω, αλλάζω γνώμη 2. ψεύδομαι, ψευτίζω 3. λέγω άλλα αντ’ άλλων, παραληρώ, παραφρονώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλλο * + λογώ < λόγος < λέγω. Το η κατά τη σύνθεση πιθ. κατά παρετυμολογική επίδραση τών τ. με α συνθετικό αλληλο *. ΠΑΡ.… … Dictionary of Greek
καταλυττώ — καταλυττῶ, άω (Α) παραλογίζομαι, παραληρώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού καταλυσσῶ] … Dictionary of Greek
ληρώ — (Α ληρῶ, έω) [λήρος (Ι)] είμαι ανόητος, λέγω ή πράττω ανοησίες, κενολογώ, μωρολογώ («εἰκὸς μέντοι σοφὸν ἄνδρα μὴ ληρεῑν», Πλάτ.) αρχ. (για άρρωστο άνθρωπο) παραληρώ, παραμιλώ … Dictionary of Greek
ντελίριο — το 1. παραλήρημα 2. παράφορο πάθος, παράφορος ενθουσιασμός («ντελίριο ενθουσιασμού κατέλαβε τα πλήθη, μόλις αντίκρυσαν τον αγαπημένο τους τραγουδιστή»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. delirio «παραλήρημα» < λατ. delirium «παραλήρημα, μανία» < λατ.… … Dictionary of Greek